- επιπίπτω
- (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω]πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.)αρχ.1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.)2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.)3. (για χρέος) προσαυξάνω4. (για θύελλα) ενσκήπτω5. (για δυστύχημα κ.λπ.) επέρχομαι, συμβαίνω («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», Ευρ.)6. συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω.
Dictionary of Greek. 2013.